- μπαρόκο
- τοάκλ.1. το μπαρόκ2. (λογ.) μνημοτεχνική λέξη για την απομνημόνευση τού συλλογισμού δευτέρου σχήματος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. barocco. Με τη δεύτερη σημ. πρόκειται για τεχνητή λατ. λ.]
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Μπαλανσίν, Τζορτζ — (George Balanchine, Πετρούπολη 1904 – Νέα Υόρκη 1983). Αμερικανός χορογράφος, ρωσικής καταγωγής. Πρωτοεμφανίστηκε ως χορευτής στο περίφημο θέατρο Μαρίινσκι (σήμερα Κίροφ Μαρίινσκι), αλλά κατόπιν επιδόθηκε στη χορογραφία, αρχικά με έναν μικρό… … Dictionary of Greek